μεγαώμ

μεγαώμ
(megohm). Μονάδα μέτρησης των ηλεκτρικών αντιστάσεων. Ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο ωμ και συμβολίζεται διεθνώς με ΜΩ ή MΩhm. (1ΜΩhm = 106 Ωhms )
* * *
και μεγαώμιο, το
(ηλεκτρολ.) μονάδα μέτρησης ηλεκτρικών αντιστάσεων, που ισοδυναμεί με 1.000.000 ωμ και έχει σύμβολο ΜΩ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • ωμόμετρο — Όργανο μέτρησης των ηλεκτρικών αντιστάσεων. Αποτελείται από μία γεννήτρια συνεχούς ρεύματος η οποία τροφοδοτεί ένα κύκλωμα που αποτελείται από ένα μιλλιαμπερόμετρο, από την άγνωστη αντίσταση και από άλλες γνωστές αντιστάσεις. Η ένδειξη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”